Αν ζούσατε στην ελληνική ύπαιθρο του 19ου αιώνα, ακόμα και στις αρχές του 20ου , τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά δεν θα ήταν μία τόσο ανέμελη περίοδος. Και πάλι θα την περιμένατε με χαρά, αλλά θα έπρεπε να φροντίσετε για ορισμένα πράγματα, ώστε η οικογένειά σας να φτάσει ως την μέρα των Φώτων με ασφάλεια. Γιατί τότε, από την παραμονή των Χριστουγέννων ως την ημέρα των Θεοφανείων, κυκλοφορούσαν στη γη οι καλλικάντζαροι. Αυτή η περίοδος είναι τα «Δωδεκαήμερα».
Ποιοι είναι οι καλλικάντζαροι
Πότε εμφανίστηκαν για πρώτη φορά είναι άγνωστο. Ίσως να είναι τόσο παλιοί όσο οι «κόβαλοι», οι ακόλουθοι του θεού Διονύσου στην αρχαία Ελλάδα. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τα σκανδαλιάρικα αυτά πλάσματα, που αν κι έπεσαν κάποτε στα χέρια του Ηρακλή, εκείνος τα βρήκε τόσο διασκεδαστικά που τους χάρισε τη ζωή. Έτσι, συνέχισαν να περιφέρονται ανάμεσα στους ανθρώπους, να τους τρομοκρατούν, να φλυαρούν ακατάπαυστα και να γελούν εις βάρος τους. Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη «κόβαλος» έγινε συνώνυμο του κατεργάρη, του απατεώνα, του προσποιούμενου και του χυδαίου. Αυτές είναι οι μοναδικές πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτούς, όπως διασώζονται στα έργα του Αριστοφάνη και σε ορισμένα λεξικά της μεσαιωνικής εποχής. Κάπως έτσι, είναι και οι καλλικάντζαροι.
Στην λαϊκή παράδοση, οι καλλικάντζαροι, αν και άσχημοι παριστάνονται με έναν χαριτωμένο τρόπο. Είναι λεπτοί, τριχωτοί, με ουρά πιθήκου, πόδια όνου ή τράγου και πρόσωπο ανθρώπου. Είναι δαιμονικά πλάσματα που ζουν στα έγκατα της γης, όπου όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η γη. Ένα δέντρο που αντικατέστησε προφανώς τον αρχαίο Άτλαντα. Δεν προλαβαίνουν όμως να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο, διότι είτε επιθυμούν, είτε είναι υποχρεωμένοι να ανέβουν στη γη για τα Δωδεκαήμερα. Μέχρι να επιστρέψουν, το δέντρο έχει θεραπευτεί κι αρχίζουν πάλι από την αρχή. Η ζωή τους μοιάζει με την καταδίκη του αρχαίου Σίσυφου στον Κάτω Κόσμο, όπου ήταν αναγκασμένος να κυλάει έναν βράχο σε ένα ύψωμα και μόλις έφτανε στην κορυφή, ο βράχος κυλούσε πάλι κάτω και ο Σίσυφος ξεκινούσε πάλι από την αρχή το μάταιο έργο του.
Υπήρχαν όμως και καλλικάντζαροι που ήταν άνθρωποι αλλά μεταμορφώνονταν σε καλλικαντζάρους, εκείνες τις ημέρες μόνο. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας πίστευαν πως αυτόν τον κίνδυνο διέτρεχαν τα παιδιά που είχαν γεννηθεί κατά τη διάρκεια των Δωδεκαημέρων, ή συγκεκριμένα την ημέρα των Χριστουγέννων. Κάθε χρόνο συνέβαινε αυτή η μεταμόρφωση για τις δώδεκα μέρες και μετά τον θάνατό τους, περνούσαν για πάντα στο βασίλειο των δαιμόνων. Αυτή η παράδοση ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Κρήτη και στην Ρόδο, όπου κυκλοφορούσαν φοβερές ιστορίες για μεταμορφωμένους ανθρώπους που έβγαιναν τις νύχτες και τρομοκρατούσαν τους περαστικούς. Κάποιες φορές μάλιστα τους έπαιρναν την αναπνοή και τους άφηναν άφωνους, αναίσθητους ή και νεκρούς.
Φυσικά, υπήρχαν και θηλυκοί καλλικάντζαροι, γυναίκες ανθρώπων τις οποίες άρπαζαν οι καλλικάντζαροι και τις έκαναν συζύγους τους. Από τα παιδιά που αποκτούσαν, ένιωθαν στοργή μόνο για τα αρσενικά. Έτσι, όταν η μαία τους παρουσιάσει αρσενικό καλλικαντζαρόπουλο, παίρνει ως δώρο ένα κοφίνι γεμάτο χρυσά φλουριά. Αν όμως γεννηθεί κορίτσι, η μαία θα καταλήξει μέσα σε ένα κοφίνι γεμάτο στάχτη!
Τι έρχονται να κάνουν;
Οι καλλικάντζαροι είναι όντα του σκότους και γι’ αυτό, όταν βρίσκονται επάνω στη γη, αποφεύγουν το φως. Όλη την ημέρα ζουν σε σπηλιές όπου τρέφονται με φίδια, σαύρες και ποντίκια. Όταν σκοτεινιάσει, μπορεί κανείς να τους δει να χορεύουν στα δάση και τις πηγές κάτω από το φως του φεγγαριού μαζί με τις Νεράιδες ή με τις γυναίκες που έχουν αποπλανήσει, όπως ακριβώς έκαναν οι σάτυροι που συνόδευαν τον θεό Διόνυσο με τις Νύμφες. Όταν δεν χορεύουν, τριγυρίζουν στα χωριά των ανθρώπων για να τους δημιουργήσουν προβλήματα κι εξαφανίζονται το ξημέρωμα, πριν ανατείλει ο ήλιος.
Συνήθως στήνουν καρτέρι στις πηγές, όπου πήγαιναν τα κορίτσια να πάρουν νερό με τις στάμνες τους, αλλά και στους μύλους που άλεθαν το σιτάρι τους. Συχνά τρομοκρατούσαν τον μυλωνά και τον ανάγκαζαν να τους φτιάξει πίτες, αλλιώς του μαγάριζαν το αλεύρι, σκορπώντας το τριγύρω. Την ίδια ακαταστασία προκαλούσαν και στα σπίτια, αν κατάφερναν να μπουν. Είναι όμως τόσο κουτοί, που οι άνθρωποι ανακάλυψαν εύκολα όλες τους τις αδυναμίες και ήξεραν πώς να προστατευτούν από αυτούς.
Προσοχή στα ξωτικά!
Σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Κυνουρία, ζωγράφιζαν με κάρβουνο έναν σταυρό στην πόρτα, στα παράθυρα και στα δοχεία με το νερό, γιατί οι καλλικάντζαροι δεν πλησιάζουν στον σταυρό. Αλλού, κρεμούσαν ένα κόσκινο στην πόρτα. Όταν έφτανε εκεί ο καλλικάντζαρος, άρχιζε να μετράει τις τρύπες, αλλά επειδή ξέρει να μετράει μόνο μέχρι το δύο, περνάει όλη τη νύχτα μετρώντας. Ύστερα ακούει το λάλημα του πετεινού και εξαφανίζεται. Αν μάλιστα κάποιο σπίτι έχει μαύρο πετεινό, τότε οι καλλικάντζαροι δεν πλησιάζουν καθόλου.
Στην Αιτωλοακαρνανία οι καλλικάντζαροι ονομάζονταν «παγανά» και τριγυρνούσαν κρατώντας ένα μακρύ σουβλί, στο οποίο κάποιοι μελετητές είδαν τα απομεινάρια της αρχαίας τρίαινας. Το περνούν από την καπνοδόχο και αρπάζουν από το τζάκι το φαγητό της οικογένειας. Οι χωρικοί συνήθιζαν να αφήνουν ένα πιάτο με λουκουμάδες στο τζάκι για να τους εξευμενίσουν (το ίδιο έθιμο υπήρχε και στην Κύπρο).
Στην Άνδρο λέγονταν καλλιβρούσηδες και έμπαιναν στα σπίτια από το «κάπασο», το άνοιγμα που υπήρχε στον τοίχο πάνω από την εστία μαγειρέματος. Ο καλλιβρούσης στεκόταν εκεί το απόγευμα των Χριστουγέννων και φώναζε στον νοικοκύρη «Εκάη μπάρμπα το λαρδί». Εκείνος, έπρεπε να απαντήσει «Ας το γιόκα’ μ να καεί», γιατί αν πήγαινε να σβήσει τη φωτιά, ο καλλιβρούσης θα έμπαινε μέσα. Αυτός ήταν και ο λόγος που η εστία δεν έσβηνε καθόλου σε όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου. Απομεινάρι αυτής της παράδοσης είναι το επώνυμο Καλλιβρούσης που ακόμα υπάρχει στην Άνδρο. Προήλθε από τα καλλιβρουσάκια, δηλαδή τα παιδιά που είχαν γεννηθεί την περίοδο αυτή και αρχικά δινόταν ως παρατσούκλι. Παρόμοια περίπτωση είναι και το Καλλιβούρτσης στη Νάξο. Στην Άνδρο και άλλα νησιά των Κυκλάδων συνήθιζαν να βαπτίζουν τα παιδιά αυτά ανήμερα των Θεοφανείων ή του Αγίου Ιωάννου για να γλιτώσουν από την κατάρα.
Σε πολλές περιοχές συνήθιζαν πριν τα Χριστούγεννα να καθαρίζουν και να τακτοποιούν με επιμέλεια το κατώι του σπιτιού, που ήταν ο αποθηκευτικός χώρος για τρόφιμα και ρούχα. Έλεγαν πως, αν οι καλλικάντζαροι έβρισκαν ακατάστατο το μέρος, θα σκορπούσαν τα πάντα και θα το μαγάριζαν εκστομίζοντας φοβερές κατάρες για το νοικοκυριό. Αν όμως το έβρισκαν καθαρό και τακτοποιημένο θα έφευγαν αμέσως ευχόμενοι «χίλια καλά».
Γενικά, εκείνες τις ημέρες απέφευγαν να κυκλοφορούν μετά τη δύση του ήλιου στους δρόμους ή αν έπρεπε να κάπου κρατούσαν δαυλούς αναμμένους. Δεν δάνειζαν και δεν μετέφεραν τρόφιμα, δεν πήγαιναν σε μέρη σκοτεινά, σε ποτάμια και πηγές. Αν όμως συνέβαινε να συναντήσουν καλλικάντζαρο, δεν έπρεπε να του μιλήσουν, αν τους πετύχαινε μόνους. Μόνο αν βρισκόταν κοντά σε άλλους ανθρώπους, έπρεπε να πει ««ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καϋμένα». Στο άκουσμα αυτής της φράσης, τα δαιμόνια αυτά όντα έφευγαν αμέσως, γιατί ήξεραν πως θα σπεύσουν όλοι μαζί με δαυλούς. Η φράση αυτή επικράτησε για αιώνες ως έκφραση, για κάποιον που έλεγε ασυναρτησίες. Συνήθιζαν ακόμα να ανάβουν δαυλούς γύρω από τα πηγάδια ή να ρίχνουν μέσα αναμμένα κάρβουνα, για να μη μολύνουν το νερό.
Η επιστροφή στον Κάτω Κόσμο
Στις 6 Ιανουρίου, ημέρα που γιορτάζεται η Βάπτιση του Χριστού και ο αγιασμός των υδάτων, οι καλλικάντζαροι εγκαταλείπουν τη γη. Απομακρύνονταν όταν ο ιερέας περνούσε από τα σπίτια για να τα αγιάσει, μία συνήθεια που επιζούσε, ακόμα και σε γειτονιές της Αττικής, μέχρι και πριν 30 χρόνια. Σήμερα, την συναντούμε μόνο σε χωριά της υπαίθρου. Απ’ όπου περνούσε ο παπάς με τον αγιασμό, οι καλλικάντζαροι έφευγαν φωνάζοντας:
«Φεύγατε να φεύγουμε, γιατί έφτασε ο Τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με την μαγκούρα του και θα μας ραντίσει και θα μας μαγαρίσει».
Τα παιδιά μαζεύονταν την ημέρα των Θεοφανείων έξω από τους ναούς προκαλώντας μεγάλη φασαρία με ξύλα και τενεκέδες για να βοηθήσουν στην απομάκρυνσή τους.
Οι καλλικάντζαροι (ή λυκοκάντζαροι, καληκάτσαροι, καρκαντζόλοι, πάγανα, κωλοβελόνηδες κ.ά.) επέζησαν στη λαϊκή φαντασία για αιώνες. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού η εμφάνισή τους διαμορφώθηκε σύμφωνα με την απεικόνιση του Διαβόλου, όπως παρουσιάστηκε στην πρώιμες χριστιανικές κοινότητες: μία μίξη του θεού Πάνα και των σατύρων της αρχαίας λατρείας, εμπλουτισμένη με χαρακτηριστικά των τεράτων της μυθολογίας του μεσαίωνα.
Ούτε στην αρχαιότητα, ούτε τον 19ο αιώνα πίστευαν όλοι οι άνθρωποι στην ύπαρξη αυτών των όντων. Ήταν μία αφορμή να αφηγηθούν τρομακτικά ή αστεία παραμύθια γύρω από το τζάκι, την αρχαία εστία που φωτίζει και θερμαίνει την οικογένεια. Ήταν ένας τρόπος να ξορκίσουν τον φόβο για το σκοτάδι του κόσμου και της ψυχής και να υποδεχτούν με ανακούφιση το φως που ανοίγει έναν νέο κύκλο στην ζωή.
Σήμερα, συγκεντρωνόμαστε κοντά στο φωτισμένο, λαμπερό δέντρο, αλλά δεν λέμε πια ιστορίες. Όπως και να’ χει, αν την ώρα που ετοιμάζεται το γιορτινό τραπέζι, ακούσετε κάποιον ήχο από το υπόγειο, βεβαιωθείτε πως έχετε σκεπάσει καλά τα υπάρχοντά σας.
Και, για καλό και για κακό, αφήστε αυτές τις μέρες το τζάκι αναμμένο.
Καλά Χριστούγεννα και Καλή Χρονιά!
Πηγές φωτογραφιών:
Καλλικάντζαροι πριονίζουν το δέντρο που κρατά τη γη (αναγνωστικό Δ’ Δημοτικού 1961)
Μεσαιωνική απεικόνιση Σατύρου
Glade Jul’ by Viggo Johansen