Την 21η Απριλίου του 1910, ένας βοσκός διασχίζει την ακτή της Ελευσίνας. Κάπου κοντά στη Βλύχα, η θάλασσα έχει ξεβράσει ένα πτώμα νέου άνδρα. Ο βοσκός πλησιάζει να δει αν τον γνωρίζει. Μπα, δεν είναι από δω, ποιος δύστυχος να είναι; Ο διοικητής της τοπικής Χωροφυλακής, παρά την παραμόρφωση που είχε υποστεί το πρόσωπό τους, τον αναγνώρισε αμέσως. Έστειλε να φωνάξουν έναν καραγωγέα, να μεταφέρει τον νεκρό άντρα στο νεκροταφείο της Ελευσίνας. Εκεί τον είδε ο ιατροδικαστής και βεβαίωσε πως ο άντρας είχε αυτοκτονήσει με περίστροφο και κατόπιν βυθίστηκε στη θάλασσα, προφανώς με τη βοήθεια κάποιου βάρους που θα είχε δέσει επάνω του. Το ρολόι του είχε σταματήσει να χτυπά στις 11:03.
Σε λίγες ώρες έφτασαν οι πιο κοντινοί του άνθρωποι να τον αναγνωρίσουν κι επίσημα: Ο επίλαρχος Κ. Κρίτσας, σύζυγος της Καλλιρρόης Χαιρέτη, εξαδέλφης του νεκρού και ο καλύτερός του φίλος, Κ. Κατσίμπαλης. Το τραύμα από τον πυροβολισμό στο κεφάλι είχε πλυθεί και καλυφθεί με λουλούδια και όλο του το σώμα ήταν φροντισμένο. Ο φύλακας του νεκροταφείου είπε πως είχαν έρθει δύο γυναίκες, άγνωστες σε αυτόν και ετοίμασαν το σώμα για την κηδεία. Ύστερα χάθηκαν.
Οι δύο γυναίκες εμφανίστηκαν ξανά την επομένη μέρα στην κηδεία, αλλά στάθηκαν μακριά. Δεν ήθελαν να τις αναγνωρίσουν. Πολλά χρόνια αργότερα, η μία από αυτές αποκάλυψε πως εκείνη είχε φροντίσει τον νεκρό αγαπημένο της. Ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου. Δυό-τρεις μέρες πριν, στο τραίνο που την έφερνε από το Παρίσι, έμαθε τυχαία για τον θάνατό του. Καθώς περνούσαν από την περιοχή του Σκαραμαγκά, ένας άγνωστος επιβάτης είπε στον διπλανό του: «Να, εδώ αυτοκτόνησε εκείνος ο ποιητής, ο Γιαννόπουλος». Η Σοφία λιποθύμησε. Αυτό που φοβόταν είχε συμβεί. Ο Περικλής Γιαννόπουλος έκοψε το νήμα της ζωής του, σε εκείνο ακριβώς το μέρος που κάποτε τη συνόδευε για να ζωγραφίζει.
«Ονειροπόλος, όμορφος, αλλιώτικος εις όλα…»
Έτσι τον περιγράφει ο Γ. Σουρής, ο ποιητής τον οποίο είχε ξεχωρίσει ο Γιαννόπουλος ως τον σπουδαιότερο εν ζωή ποιητή, ως εκείνον που «εκδηλώνει ελληνικό πνεύμα και εμψυχώνει τη φυλή», με σάτιρα που έχει «το κάλλος Μούσας αρχαίας»[1]. «Έφηβο Αντίνοο» τον αποκαλεί ο Παλαμάς, «ωραίο Ιππόλυτο» ο Σικελιανός, «Απολλώνιο» ο Μαλακάσης. Στην εμφάνιση ήταν εντυπωσιακός: ξανθός με γαλανά μάτια, ντύσιμο προσεγμένο, ιδιαίτερο. Αγαπούσε τη μοναξιά, λάτρευε τη φύση, περπατούσε με τις ώρες για να βρεθεί μόνος στην εξοχή, να διαβάσει, να στοχαστεί, να γράψει. Άλλοτε πάλι περνούσε ώρες επάνω στην Ακρόπολη, σαν να συνομιλούσε με τον ήλιο, με τις πέτρες, με τα λουλούδια, με την ιστορία ολόκληρη. Είχε τέτοια εμμονή με τον ελληνικό πολιτισμό και τέτοια απέχθεια για την ξενομανία που είχε καταλάβει την αθηναϊκή κοινωνία ώστε οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Ελληνομανή.
Γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870. Ο πατέρας του, Ιωάννης Γιαννόπουλος ήταν γιατρός. Είχε τρεις αδελφές, από τις οποίες γνωρίζουμε τις δύο. Την Πανωραία συζ. Γ. Σχίζα και την Ευγενία συζ. Αντωνίου Μαυροκορδάτου. Είχε κι έναν αδελφό, το Γεώργιο, έμπορο στο Λονδίνο. Η μητέρα του η Ευδοκία, ήταν η κόρη του Θεόφραστου Χαιρέτη, του σπουδαίου αυτού αγωνιστή της κρητικής επανάστασης του 1841, ο οποίος αυτοκτόνησε στον Προφήτη Ηλία λίγους μήνες μετά την γέννηση του Περικλή[2]. Ο προπάππος του Κήρυκος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο θείος του Εμμανουήλ Χαιρέτης μύησε τον Περικλή στην ομορφιά της ελληνικής αρχαιότητας και στην ανθρωπογεωγραφική θεωρία: Τα χαρακτηριστικά κάθε φυλής καθορίζονται από το φυσικό περιβάλλον της περιοχής που αυτή αναπτύσσεται.
Με τέτοια κληρονομιά, η ιατρική, που είχε αρχικά επιλέξει ως σταδιοδρομία, δεν μπόρεσε να τον σαγηνέψει. Την σπούδασε δύο χρόνια στο Παρίσι, αλλά την εγκατέλειψε μόλις πέθανε ο πατέρας του κι επέστρεψε στην Αθήνα το 1893. Εγγράφεται στη νομική, αλλά ούτε εκεί θα βρει αυτό που του ταιριάζει. Τον απορροφά η λογοτεχνία και αρχίζει να μεταφράζει ξένη λογοτεχνία, με πρώτο το «Κοράκι» του Άλαν Πόε.
Από το 1894 δημοσιεύονται δικά του κείμενα στις εφημερίδες, τα πρώτα χρόνια με ψευδώνυμα. Το 1902 θα υπογράψει για πρώτη φορά με το όνομά του την «Ελληνική Ζωγραφική». Στο έργο αυτό τονίζει την ανάγκη δημιουργίας μιας καθαρά ελληνικής αισθητικής, απαλλαγμένης από τις κρίσεις και τις επιρροής των ευρωπαϊκών σχολών. Η ελληνική φύση και η ελληνική ψυχή αρκούν για να εμπνεύσουν τον Έλληνα καλλιτέχνη κι ένας τέτοιος ήταν, κατά τη γνώμη του ο Γύζης, που παρουσιάζει την ελληνική φύση και ζωή με τρόπο ελληνικό. Οι Έλληνες οφείλουν να μελετήσουν το υπέροχο, φωτεινό περιβάλλον τους, να συνδεθούν με τη φύση, αν θέλουν να είναι άρχοντες του κόσμου και όχι μιμητές των άλλων. Και είναι τέτοιο το ποιόν της ελληνικής φυλής, που αν δεν είναι στην κορυφή, δεν μπορεί να σταθεί στη μέση. Θα πάει στον πάτο!
Από το 1894 σχετίζεται με τη Σοφία Λασκαρίδου, την πρώτη γυναίκα που φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, γόνο της βυζαντινής οικογένειας Λάσκαρη. Την συνόδευε στην εξοχή και της κρατούσε συντροφιά ενώ εκείνη ζωγράφιζε. Η ερωτική τους σχέση ήταν σκανδαλώδης για τα ήθη της εποχής και σε μία σπάνια εκδήλωση συμβιβασμού, ο Περικλής θα την ζητήσει σε γάμο. Οι γονείς της αρνούνται, όχι επειδή δεν συμπαθούν τον γαμπρό, αλλά επειδή η κόρη τους έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη. Η σχέση παραμένει ανεπίσημη και το ερωτευμένο ζευγάρι περνά πολλές ώρες μαζί, απολαμβάνει μία στενή φιλία κι έναν παθιασμένο έρωτα, μέχρι που η τέχνη θα πάρει τη Σοφία μακριά. Το 1907 εκείνη φεύγει για σπουδές στο Παρίσι.
«Ο τελευταίος Αθηναίος των καλών χρόνων»[3]
Το πατρικό του σπίτι βρισκόταν στην οδό Σοφοκλέους 6, κι εκεί έμεινε για λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του από το Παρίσι. Ο Αρίστος Καμπάνης, που τον είχε γνωρίσει μέσω του Άγγελου Σικελιανού, περιγράφει το περιβάλλον του και τον τρόπο ζωής του. Ένα σπίτι διακοσμημένο με έργα αρχαιοελληνικής τέχνης, βιβλία κάθε λογής παντού και συντροφιά με ποιητές και δημοσιογράφους. Συχνά, στις παρέες αυτές αναπαριστούσε με τους φίλους του πλατωνικούς διαλόγους. Σπανιότερα πήγαινε μαζί τους σε κανένα ταβερνάκι κάτω από την Ακρόπολη. Εκεί, στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου θα μετακομίσει κάποια στιγμή, σε ένα συμπαθητικό κίτρινο σπίτι. Μετά την μετανάστευση της Σοφίας γίνεται πιο κλειστός, βλέπει σπανιότερα τους φίλους του και χάνεται μόνος του σε μακρινούς περιπάτους. Το πάθος του για την Ελλάδα και για ό,τι είναι ελληνικό θα τον απορροφήσει.
Φορούσε τα λευκά του γάντια και φορτωμένος λουλούδια ανέβαινε στην Ακρόπολη για να προσευχηθεί στον ναό του υπέρτατου κάλλους. Για να απολαύσει και να κατανοήσει την ελληνική φύση, διέσχιζε βουνά, έμενε μόνος του όλη μέρα σε ερημικές χαράδρες, διέσχιζε βουνά και διανυκτέρευε σε σπήλαια.
Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, που πρώτος παρουσίασε το έργο του Περικλή στο αθηναϊκό κοινό, είχε γράψει γι’ αυτόν: «Για το πλήθος των Ρωμιών ήτο ένας άγνωστος. Δια το άνθος των ημιμαθών μας ένας περίεργος. Δια μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελλογράφος». Δεν ήταν εύκολο να κατανοήσει κανείς το άσβεστο πάθος του ανθρώπου που θεωρούσε νομοτέλεια την επάνοδο της Ελλάδας στην κορυφή της πνευματικής ζωής. Αργά ή γρήγορα, οι Έλληνες θα καταλάβουν πως ούτε τους ταιριάζει το πνεύμα της Ευρώπης, ούτε η στείρα και γελοία προγονολατρεία τους προσφέρει τίποτα. Έβαλε στόχο να ελευθερώσει τον «Φραγκοραγιά» από το πνεύμα δουλικότητας που του στερούσε μία δική του, καθαρή δημιουργία, να γίνει ο δάσκαλος της ελληνικής Αναγέννησης. Στα δύο τελευταία έργα του, το «Νέο Πνεύμα» (1906) και η «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον κοινόν» (1907) συγκεντρώνεται όλη αυτή η λατρεία του για την Ελλάδα, η θλίψη και ο θυμός για την κατάντια της χώρας, η απογοήτευση από τις λανθασμένες επιλογές που κάνουν οι Έλληνες, ακόμα κι όταν καταλάβουν πως πρέπει να επαναστατήσουν. Γιατί και αυτή η επανάσταση «όπως και οιαδήποτε άλλη μεταβολή, με τα μυαλά που έχετε και με τους ανθρώπους που βάζετε εις τον σβέρκον σας, θα σας εξαπατήσει και θα σας βυθίσει χειρότερα, εις χειρότερους τραγελάφους και σκότη, θα σας αποτελειώσει, υποσχόμενη να σας διορθώσει – όπως η κάθε μεταβολή που εκάματε, – και θα σας αποκοιμίσει δια να πεταχθείτε μετά ολίγα έτη ορθοί, από τον νέον σας ύπνον… και δείτε τέλος με τα πεταγμένα μάτια σας εμπρός σας, τον πραγματικόν … Χάρον» – Νέον Πνεύμα.
Ενθουσιασμένος παρουσίασε στο κοινό το «Νέο Πνεύμα», με τη βεβαιότητα πως θα ασκούσε τεράστια επιρροή στους αναγνώστες, λέει ο φίλος του Δ. Καμπούρογλους, αλλά το έργο δεν είχε αποδοχή. Και η «Έκκλησις» τον επόμενο χρόνο, που ήλπιζε πως θα του εξασφάλιζε τα χρήματα για να εκδώσει την «Αρχιτεκτονική» του, δεν ζητήθηκε καν από τα βιβλιοπωλεία. Η απογοήτευσή του ήταν τόση, που δήλωσε πως εγκαταλείπει δια παντός την συγγραφή. Έφυγε μάλιστα για την Αίγυπτο και όταν επέστρεψε ήταν ακόμα πιο απόμακρος. Και την παραμονή του θανάτου του έκαψε όλο το αδημοσίευτο έργο του, μαζί και την «Αρχιτεκτονική» του. Ο Καμπούρογλους, που είχε διαβάσει αποσπάσματα, θεώρησε τεράστια απώλεια την καταστροφή αυτού του έργου.
Η έξοδος
Ο θάνατός του καταγράφηκε περίπου ως θεατρικό δρώμενο, ταιριαστό στην ιδιοσυγκρασία του Περικλή. Υποτίθεται πως φορώντας ένα στεφάνι από λουλούδια, μπήκε στη θάλασσα ιππεύοντας ένα άλογο. Όταν έφτασε στο σημείο που το άλογο δεν μπορούσε να συνεχίσει βαθύτερα, αυτοπυροβολήθηκε. Αυτή τη σκηνή την είχε περιγράψει στους φίλους του σε ανύποπτο χρόνο και την υπονοεί σε κάποιο σημείο της του τελευταίου του έργου. Είχε φροντίσει να προσδέσει επάνω του βάρος, ίσως πέτρες μέσα σε ένα σακίδιο, και χάθηκε για μέρες μέσα στα νερό. Αυτή την εικόνα παρουσιάζει κι ο Σικελιανός στο ποίημα που έγραψε για τον χαμένο Γιαννόπουλο, τον «Απολλώνιο Θρήνο».
Ωστόσο, τα στοιχεία και οι μαρτυρία του τελευταίου ανθρώπου που τον είδε ζωντανό, δεν υποστηρίζουν αυτή την εκδοχή. Ο άνθρωπος αυτός, ο Κάρολος Μάμος[4], ήταν ο αμαξάς που τον πήγε στην ακτή του Σκαραμαγκά εκείνο το πρωί της Πέμπτης 8 Απριλίου, είπε στους δημοσιογράφους όλων σχεδόν των εφημερίδων, πως πράγματι του είχε ζητήσει να αφήσει το άλογο, αλλά δεν το άφησε. Ταξίδεψαν ως εκεί κάτω από καταρρακτώδη βροχή κι έκατσαν κοντά στο φυλάκιο του τηλέγραφου. Ο Γιαννόπουλος είχε πάρει μαζί του τρόφιμα και μπύρα. Έφαγαν και ύστερα, γύρω στις 10 π.μ, ο Κάρολος είπε πως έπρεπε να επιστρέψουν. Ο Γιαννόπουλος είπε πως θα γύριζε με τα πόδια και ο αμαξάς πληρώθηκε 25 δρχ. Ανέλαβε να παραδώσει στον Κωνσταντίνο Κρίτσα, τον σύζυγο της εξαδέλφης του Καλλιρόης[5], έναν χαρτοφύλακα και μία ανθοδέσμη πασχαλιές κι έφυγε μόνος. Την μαρτυρία αυτή επιβεβαίωσε και ένας βοσκός του οποίου το όνομα δεν δημοσιεύτηκε. Είδε έναν άνθρωπο με στεφάνι λουλουδιών στο κεφάλι να πηγαινοέρχεται σε παραλία σαν να μιλούσε μόνος του. Ύστερα, άρχισε να περπατά μέσα στη θάλασσα κι όταν έφτασε ως εκεί που πατούσε, πυροβολήθηκε στο κεφάλι και βυθίστηκε. «Όλα τα άλλα είναι παραμύθια των εφημερίδων», είπε ο αμαξάς.
Στην επιστολή προς τον Κρίτσα, γράφει τα εξής: «Η τελευταία μου θέλησις είναι η εξής: Ξεύρεις το τρομερόν μίσος που είχα στην ζωήν μου για κάθε κουβέντα και φασαρία περί εμέ. Φρόντισε λοιπόν και συ να με γλιτώσεις από κάθε μικρότητα». Του ζητά ακόμα, αν τυχόν βρεθεί το σώμα του, να το ξαναρίξουν στη θάλασσα.
Το πτώμα του ξεβράστηκε στις ακτές της Ελευσίνας, στην περιοχή Βλύχα, 11 μέρες μετά την εξαφάνισή του. Ήρθαν οι συγγενείς του από την Πάτρα, οι φίλοι του και από μακριά παρακολουθούσε το κατευόδιο η αγαπημένη του Σοφία. Κηδεύτηκε και ετάφη στο νεκροταφείο της Ελευσίνας, που σήμερα είναι παραχωμένο κάτω από την πλατεία. Εκεί από κάτω χάθηκε για πάντα ανάμεσα σε αγνώστους.
Εις μνήμην
Την προηγουμένη της αυτοκτονίας του, ο Γιαννόπουλος έστειλε κάρτες στους πιο στενούς του φίλους, ενημερώνοντας πως θα πήγαινε ένα μεγάλο ταξίδι. Στον αδελφικό του φίλο, Ίωνα Δραγούμη έστειλε μία φωτογραφία από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα με την παράσταση εφήβου που συγκρατεί ένα άλογο. «Τι κρίμα να μην σας ιδώ, τι κρίμα» του έγραφε, «φεύγω για Θεσσαλίες». Ο Ίων έλαβε την κάρτα το απόγευμα της 8ης Απριλίου και μόλις την είδε συγκλονίστηκε. Την έδειξε στον αδελφό του Φίλιππο λέγοντας «πάει να σκοτωθεί». Ενάμιση χρόνο αργότερα θα του αφιερώσει το βιβλίο του «Όσοι ζωντανοί»[6].
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος διασώζει τη μνήμη του σε ένα από τα λιγότερο γνωστά του έργα, στο «Άλκης ο νέος», το οποίο ανέβηκε και στο θέατρο Συντάγματος από τον θίασο Περικλή Γαβριηλίδη – Αγνής Ρεζάν στο θέατρο του Συντάγματος. Δεν πρόκειται για βιογραφία του Γιαννόπουλου, λέει ο συγγραφέας, απλώς ο Άλκης του μοιάζει λίγο. Ωστόσο ο ήρωας του έργου είναι ένας ιδεολόγος λόγιος, εμπνευσμένος απόστολος και μεγαλοφυής συγγραφέας. όμορφος και χαρισματικός, ξετρελαίνει τις γυναίκες κάθε τάξεως και γίνεται είδωλο για τους συνομηλίκους του. Ο Άλκης φοβάται ένα μόνο: να μην τον προλάβουν τα γηρατειά πριν ολοκληρώσει το έργο του. Κι εκεί, γύρω στα σαράντα του χρόνια (αν και έμοιαζε με εικοσάρη) αισθάνθηκε πως είχε πια γεράσει. Πέρασε ένα όμορφο βράδυ με τους φίλους του, κι ύστερα μόνος, έδωσε τέρμα στη ζωή του.
Για τον θάνατό του έγραψαν με συγκίνηση ο Άγγελος Σικελιανός, ο Γεώργιος Σουρής, ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Π. Νιρβάνας, ο Βλ. Γαβριηλίδης, ο Κ. Παλαμάς και ίσως μερικοί ακόμα. Οι πολλοί όμως, αυτοί τους οποίους ήθελε ο Γιαννόπουλος να αφυπνίσει, κράτησαν μόνο την εικόνα του τρελού καβαλάρη που χάθηκε στη θάλασσα. Για λίγο, κι ύστερα πια κανείς τους δεν τον θυμόταν και τα παιδιά τους δεν έμαθαν ποτέ γι’ αυτόν.
Έτσι έζησε και πέθανε ο παράξενος Έλληνας που «Ερωτεύτηκε την ίδια του την πατρίδα – αστείο, ε; Ναι, τόσο πολύ μέθυσε με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φιλοσοφία, τον ελληνικό ουρανό, τα ελληνικά βουνά, την ελληνική θάλασσα, τα ελληνικά νησιά, μέχρι και τα ελληνικά λαχανικά, ώστε στο τέλος αυτοκτόνησε»[7].
Ένας Έλληνας ιδεολόγος, οραματιστής, ειλικρινής μέχρις αντιπάθειας, γοητευτικός κι απόμακρος, ένας άνθρωπος από τους λίγους εκείνους που γράφει ο Ίων Δραγούμης «Γι’ αυτούς, τους λιγοστούς, η ζωή δεν είναι τίποτα, παίζουν μαζί της και δεν τη λογαριάζουν, γιατί αλλού έχουνε τον νου τους, και η φωτιά που είναι μέσα τους θέλει να καούν».
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ:
Εφημερίδες, Απρίλιος 1910 (ΑΘΗΝΑΙ, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΕΣΤΙΑ, ΣΚΡΙΠ, ΕΜΠΡΟΣ, ΧΡΟΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΣ Βουκουρεστίου, ΤΟ ΣΕΛΑΣ Πατρών)
Κώστας Τριανταφύλλου, Η Βυζαντινή Οικογένεια Χαιρέτη και το εν Πάτραις Αρχείον της, Πάτραι 1962
Τ. Αθανασιάδης. Περικλής Γιαννόπουλος, ο Απροσάρμοστος του 20ου αιώνος, από τα Άπαντα Π. Γιαννόπουλου, Νέα Θέσις, Αθήνα 1993.
Πέτρος Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες – Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, Εκδόσεις Εστία, 2003
Κώστας Γιαννόπουλος, Περικλής Γιαννόπουλος – Πορτραίτο που κάηκε στο φως, Εκδόσεις Ηλέκτρα 2007.
Το πορτρέτο του Γιαννόπουλου είναι έργο της Σοφίας Λασκαρίδου του 1897. Από το https://yannisstavrou.blogspot.com/2012/08/blog-post_21.html
[1] Σε μία έρευνα του Επισκοπόπουλου το 1898 στην εφ, ΤΟ ΑΣΤΥ 31/12, όπου ο Γιαννόπουλος υπογράφει ως «Νεοέλλην».
[2] Ο Θεόφραστος Χαιρέτης καταρρακώθηκε από την αποτυχία της Κρητικής Επανάστασης, αλλά και τον χαμό του αδελφού του, με τον οποίο είχε αγωνιστεί πλάι-πλάι. Οι δυό τους είχαν υποθηκεύσει όλη τους την περιουσία για να χρηματοδοτήσουν τον κρητικό αγώνα του 1841 που απέτυχε, μάλλον από προδοσία. Στην προσωπικότητα του Θεόφραστου Χαιρέτη ανιχνεύονται οι απαρχές της λατρείας που απέκτησε ο εγγονός του για κάθε τι ελληνικό, αλλά και η εξοικείωσή του με την ιδέα του θανάτου.
[3] Δημήτρης Καμπούρογλους στην εφ. Εμπρός 13/4/1910
[4] Η εφ. ΑΘΗΝΑΙ 13 Απρ 1910, τον ονομάζει Κάρολο Σκαρνάτο, Ιταλικής καταγωγής.
[5] Η Καλλιρρόη Κρίτσα ήταν η κόρη του Εμμανουήλ Χαιρέτη, που ήταν ο αδελφός της μητέρας του Περικλή Ευδοκίας και ο πιο αγαπημένος εν ζωή συγγενής του Περικλή. Εγγονός άλλης κόρης του Εμμανουήλ Κορίνας Χαιρέτη συζ. Χρηστίδου είναι ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος. Το σπίτι τους βρισκόταν στην οδό Τιμολέοντος 6 (σήμερα Υψηλάντου) στον Ευαγγελισμό.
[6] Το περιστατικό αναφέρεται στον πρόλογο του βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα του Φίλιππο Δραγούμη.
[7] Henry Miller, The Colossus of Maroussi, The Cold Press 1941. Ο Γ. Κατσίμπαλης στον Henry Miller.